- επιρραπισμός
- ἐπιρραπισμός, ὁ (Α) [επιρραπίζω]1. ειρωνεία, χλευασμός2. επίπληξη, επιτίμηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιρραπισμόν — ἐπιρραπισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιρράπιξις — ἐπιρράπιξις, και ιων. τ. ἐπιρ(ρ)άπιξις, ἡ (γεν. ιος) (Α) επιρραπισμός … Dictionary of Greek